- ὑποδύεται
- ὑποδύομαιput on underpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
ηθοποιία — η (AM ἠθοποιία) [ηθοποιός] 1. μόρφωση ήθους, διαμόρφωση χαρακτήρα, ηθική εκπαίδευση 2. η μίμηση και αναπαράσταση ηθών και χαρακτήρων νεοελλ. 1. η τέχνη τού ηθοποιού, τού θεατρικού υποκριτή, ο οποίος υποδύεται κάποιο πρόσωπο και εκφράζει τα… … Dictionary of Greek
αλεπού — Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα σαρκοφάγα του γένους αλώπηξ της οικογένειας των κυνιδών. Τα βασικά διακριτικά γνωρίσματα του γένους αυτού είναι: οξύ ρύγχος, η κατατομή του οποίου αποτελεί προέκταση της αντίστοιχης του μετώπου, όρθια αφτιά με… … Dictionary of Greek
βασιλίνδα — επίρρ. (Α) [βασιλεύς] φρ. «ἡ βασιλίνδα παιδιά» παιδικό παιχνίδι, κατά το οποίο ένα παιδί υποδύεται τον βασιλιά και τα άλλα αξιωματούχους και υπηκόους του … Dictionary of Greek
γκινιόλ — 1. ηθοποιός που υποδύεται τον ρόλο τού Γκινιόλ 2. θέατρο στο οποίο εμφανίζεται αυτό το πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. guignol, όνομα μεταξουργού από τη Λυόν, απ όπου και η ονομασία τού κύριου προσώπου τών γαλλικών μαριονετών και συνεκδοχικά και το… … Dictionary of Greek
ευυπόκριτος — εὐυπόκριτος, ον (Α) 1. αυτός που υποκρίνεται καλά το πρόσωπο που υποδύεται, που ερμηνεύει καλά τον ρόλο του 2. φρ. «εὐυπόκριτος συμβίωσις» καλή συμβίωση, ομαλή συμβίωση 3. αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να υποκριθεί, να παραστήσει. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
θίασος — Εταιρεία, συνήθως με θρησκευτικό χαρακτήρα, στην αρχαία Αθήνα, που είχε σκοπό τη λατρεία ενός θεού, κυρίως του Διονύσου. Τα μέλη της έπαιρναν μέρος στις θρησκευτικές τελετές με χορούς και τραγούδια. Από την εποχή, όμως, της μεταρρύθμισης του… … Dictionary of Greek
κλήδονας — Παλαιότατο λατρευτικό και μαντικό έθιμο, το οποίο διατηρείται ακόμη σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας. Ο κ. συμπίπτει με την ημέρα του εορτασμού των γενεθλίων του Ιωάννη του Προδρόμου (24 Ιουνίου). Στη Μακεδονία, όμως, συμπίπτει με την Πρωτομαγιά … Dictionary of Greek
κλεισίον — και κλισίον, τὸ (Α) 1. στεγασμένη αυλή που χρησιμοποιούνταν ως σταθμός κτηνών ή ως εργαστήριο («τῶν κλεισίων, οἷς ὑποδύεται τὰ πρόβατα», Δίων Χρυσ.) 2. καλύβα, ευτελής οικίσκος («τριῶν ἡμῖν οἰκιῶν οὐσῶν οὐδεμιᾶς εἴασαν ἐξενεχθῆναι, ἀλλὰ κλίσιον… … Dictionary of Greek
κοινωνικοποίηση — Η διαδικασία μέσω της οποίας το άτομο εντάσσεται στο κοινωνικό σύνολο, αποκτώντας κοινωνική συμπεριφορά που είναι αποδεκτή από την κοινωνική ομάδα. Ειδικότερα, η κοινωνική ψυχολογία χρησιμοποιεί τον όρο κ. για την εξελικτική διαδικασία με την… … Dictionary of Greek